παυσωλη

παυσωλη
    παυσωλή
     прекращение, остановка, перерыв Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παυσωλη" в других словарях:

  • παυσωλή — rest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυσωλή — ἡ, Α η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ τού παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ παυσ α και τα σύνθ. με παυσ[ι] ) με την κατάλ. ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. el, λατ …   Dictionary of Greek

  • παυσωλήν — παυσωλή rest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπαυσωλή — μεταπαυσωλή, ἡ (Α) παύση, ανάπαυλα, διακοπή («ὁππότε τις μεταπαυσωλή πολέμοιο γένηται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παυσωλή «ανάπαυση»] …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • paus- —     paus     English meaning: to let go     Deutsche Übersetzung: “los , ablassen”     Material: Gk. παύω “make cease”, Med. “hear auf, lasse ab”, παῦλα “ tranquility “, παυσωλή “rest”; O.Pruss. pausto “wild”, O.C.S. pustъ “ deserted, abandoned,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»